πλέοντος

πλέοντος
πλέω
sail
pres part act masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • плоути — ПЛ|ОУТИ (50), ОВОУ, ОВЕТЬ гл. 1.Плыть, передвигаться по воде: се бо дѣло вѣтрьнеѥ въспахаѥть въздѹха… питѹѥть плоды || и питѹѥть телеса. что ѹбо кто ре(ч)ть, всѧ сѹща˫а въ неи трѣбовани˫а ихъ и времена, ˫ацѣхъ же свѣдають повелѣни˫а [в др. сп.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δέπας — ( ατος), το (Α) 1. είδος ποτηριού, χρυσού ή αργυρού με επιχρυσωμένα χείλη, που τό χρησιμοποιούσαν κυρίως για σπονδή 2. μετάλλινο ή πήλινο ποτήρι με δύο λαβές 3. το χρυσό ποτήρι, μέσα στο οποίο, σαν σε λέμβο, ο Ήλιος περνούσε τον ωκεανό τη νύχτα,… …   Dictionary of Greek

  • παρελαύνω — ΝΑ / και παρελάω Α [ελαύνω] διέρχομαι κοντά από κάτι, περνώ μπροστά από κάπου νεοελλ. 1. (για στρατό, οργανώσεις, σχολεία) περνώ κατά φάλαγγα ή κατά παραγωγή μπροστά από αρχηγό ή από τιμώμενο πρόσωπο, περνώ από τους κεντρικούς δρόμους μιας πόλης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”